- τονούμενος
- η , ο[ν] грам, ударный;
τονούμενη συλλαβή — ударный слог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τονούμενη συλλαβή — ударный слог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τονούμενος — τονέω pres part mp masc nom sg (attic epic doric) τονόω brace up pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… … Dictionary of Greek